- πολύκνισος
- πολῠ-κνῑσος, ον, ([etym.] κνῖσα)A steaming,
ἑκατόμβη A.R.3.880
, cf. Tryph.446.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἑκατόμβη A.R.3.880
, cf. Tryph.446.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πολύκνισος — ον, Α αυτός που αναδίδει πολλή κνίσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κνισος (< κνῖσα «τσίκνα»), πρβλ. ά κνισος] … Dictionary of Greek
πολυκνίσου — πολύκνισος steaming masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυκνίσων — πολύκνισος steaming masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… … Dictionary of Greek